- καρδίτσα
- Πόλη (υψόμ. 105 μ., 32.031 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Είναι χτισμένη στο δυτικό άκρο της Θεσσαλικής πεδιάδας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Στην Κ. γίνεται η διακίνηση και το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων της θεσσαλικής γης, ενώ η πόλη αποτελεί και το διοικητικό κέντρο του νομού. Διαθέτει βιομηχανίες και βιοτεχνίες για την επεξεργασία αγροτικών προϊόντων. Ανάμεσα στα αξιοθέατά της ξεχωρίζουν ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου (19ος αι.) και η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής (19ος αι.).
Η Κ., από τον 15ο αι. έως τα μέσα του 19ου, ήταν ένας μικρός οικισμός στον οποίο κατοικούσαν κατά κύριο λόγο Τούρκοι. Έπειτα από την Ελληνική Επανάσταση ο τουρκικός πληθυσμός μειώθηκε, ωστόσο οι τουρκικές Αρχές απαγόρευαν την εγκατάσταση των Ελλήνων, επειδή η πόλη είχε χαρακτηριστεί ως παραμεθόριος. Το 1881 με την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα καθώς και μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η Κ. άρχισε να παρουσιάζει σημαντική ανάπτυξη, όταν αυξήθηκε ο πληθυσμός της και οι οικονομικές της δραστηριότητες.
Γενική άποψη της Καρδίτσας στον θεσσαλικό κάμπο.
Άποψη κεντρικής πλατείας της Καρδίτσας.
Το άγαλμα του στρατιωτικού και πολιτικού Νικόλαου Πλαστήρα στην Καρδίτσα.
* * *η (Μ καρδίτσα)(με συμπάθεια) υπόσταση, ύπαρξη, ψυχήμσν.φρόνημα3. φρ. α) «μὲ τὴν καρδίτσα» — με ικανοποίησηβ) «ἀναπηδᾱ ἡ καρδίτσα μου» — συγκινούμαι, ταράζομαιγ) «ἀνοίγω τὴν καρδίτσα κάποιου» — χαροποιώ, ανακουφίζω κάποιον από τη λύπηδ) «δροσίζεται ἡ καρδίτσα μου» — ικανοποιούμαι, ανακουφίζομαιε) «καίγεται ἡ καρδίτσα μου» — υποφέρω, θλίβομαιστ) «τρέμει η καρδίτσα μου» — ανησυχώ, ταράζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.